Την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου
Ανακοίνωση εξέδωσε η Δημοκρατική Πανεπιστημονική Κίνηση (ΔΗ. ΠΑ.Κ) Γιατρών, σχετικά με την υποστελέχωση της Ουρολογικής Κλινικής του Βενιζελείου, που έχει ως αποτέλεσμα να μείνει χωρίς εφημερεύοντα γιατρό την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται αναλυτικά:
Χωρίς εφημερεύοντα γιατρό θα μείνει την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου η Ουρολογική Κλινική του Βενιζέλειου Νοσοκομείου λόγω υποστελέχωσης. Στην Κλινική υπηρετούν στην παρούσα φάση ο διευθυντής, 2 επιμελητές Α και 2 επικουρικοί γιατροί, ενώ δεν υπάρχουν ειδικευόμενοι ουρολόγοι (μετά την πρόσφατη αποχώρηση του τελευταίου), παρά μόνο μια ειδικευόμενη γενική ιατρός σε παράταση, που έχει μετακινηθεί στο τμήμα.
Με βάση τον οργανισμό του νοσοκομείου -που υστερεί σε σχέση με τις ανάγκες-, υπάρχει 1 κενή θέση ουρολόγου, της οποίας η προκήρυξη έχει επανειλημμένα ζητηθεί από το διευθυντή της κλινικής και έχει εγκριθεί από το επιστημονικό συμβούλιο. Ενώ η προκήρυξη της θέσης εγκρίθηκε και από το Υπουργείο Υγείας το Μάιο του 2019 (μαζί με άλλες 903 θέσεις ειδικευμένων ιατρών ΕΣΥ πανελλαδικά), η διαδικασία πάγωσε για 9 μήνες, ενώ στη νέα προκήρυξη του Φλεβάρη δεν συμπεριλαμβανόταν θέση επιμελητή ουρολόγου για το Βενιζέλειο!
Ενώ ο Διευθυντής του τμήματος και η Ιατρική Υπηρεσία προειδοποιούσαν από τον Ιούνιο για το πρόβλημα ασφαλούς εφημέρευσης της Κλινικής, η Διοίκηση της 7ης ΥΠΕ δεν φρόντισε να δώσει λύσει στο πρόβλημα και ο Διοικητής του Βενιζελείου αρκέστηκε στο να ζητά απόσπαση επιμελητή και ειδικευόμενου από το ΠΑΓΝΗ. Το αποτέλεσμα είναι ότι θα μείνει όλος ο νομός Ηρακλείου χωρίς εφημερεύοντα ουρολόγο για 4 μέρες τον Αύγουστο, ενώ οι νοσηλευόμενοι ασθενείς της Ουρολογικής θα πρέπει να μεταφερθούν σε άλλη Κλινική του Χειρουργικού Τομέα και να παρακολουθούνται τα απογεύματα όλης της εβδομάδας από τους εφημερεύοντες της κλινικής αυτής (οι οποίοι δεν είναι εξειδικευμένοι στην αντιμετώπιση ουρολογικών προβλημάτων).
Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίζουν όλες οι δημόσιες δομές υγείας λόγω της χρόνιας ανεπάρκειας προσωπικού. Λόγω των δεκάδων κενών θέσεων γιατρών στα νοσοκομεία του νησιού, η πλειοψηφία των γιατρών ξεπερνά το πλαφόν των εφημεριών σχεδόν κάθε μήνα, χωρίς να παίρνει τα περισσότερα από τα ρεπό που δικαιούται. Η συχνή υπέρβαση του ημερήσιου και του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας και η παραβίαση του αναγκαίου χρόνου ανάπαυσης αυξάνουν τους κινδύνους για την υγεία τόσο των γιατρών όσο και των ασθενών (λόγω της αύξησης της πιθανότητας ιατρικών λαθών εξαιτίας της κόπωσης).
Τα εξαντλητικά ωράρια, η δυσανάλογη ευθύνη που αναλαμβάνουν σε συνδυασμό με την ανεπαρκή εκπαίδευση λόγω της ανεπάρκειας επιμελητών καθώς και η έλλειψη προοπτικής και ελπίδας για μία μόνιμη θέση σε δημόσια δομή υγείας της χώρας μετά το πέρας της ειδικότητας αποθαρρύνουν πολλούς ειδικευόμενους από το να εκπαιδευτούν σε νοσοκομεία (κυρίως της «περιφέρειας»), ενώ αναγκάζουν πολλούς να φύγουν στο εξωτερικό.
Αντί για μόνιμες προσλήψεις, ένα μέρος των κενών μπαλώνεται προσωρινά με επικουρικούς ή με μετακινήσεις γιατρών από άλλα νοσοκομεία ή ΚΥ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εντολή της διοίκησης της 7ης ΥΠΕ για μετακίνηση αναισθησιολόγων από το ΠΑΓΝΗ και το Βενιζέλειο στο νοσοκομείο Ρεθύμνου, όπου υπηρετούν πλεόν μόνο 2 μόνιμοι αναισθησιολόγοι. Οι μετακινήσεις αυτές κλείνουν «τρύπες» για να ανοίξουν άλλες σε ήδη υποστελεχωμένα τμήματα, πχ. του Βενιζελείου, όπου οι αναισθησιολόγοι είχαν επισημάνει εδώ και τουλάχιστον ένα χρόνο το πρόβλημα, που έχει ως συνέπεια να αναβάλλονται τακτικά χειρουργεία.
Όσον αφορά τους επικουρικούς, αυτοί αποτελούν την πλειοψηφία των νέων προσλήψεων εδώ και χρόνια. Καλύπτουν προσωρινά πάγιες διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες σε υγειονομικό προσωπικό και ανακυκλώνονται συνεχώς, ζώντας σε διαρκή εργασιακή ανασφάλεια, με την πολύτιμη εμπειρία τους να μένει αναξιοποίητη σε περιόδους ανεργίας.
Ωστόσο, ούτε οι περίπου 400 προσλήψεις επικουρικών γιατρών (κατά την πανδημία) ούτε οι μετακινήσεις επαρκούν για να καλύψουν έστω προσωρινά τις περισσότερες από 6000 κενές θέσεις γιατρών ΕΣΥ πανελλαδικά, ούτε καν αναπληρώνουν τις συνταξιοδοτήσεις. Λόγω της υποστελέχωσης αλλά και λόγω των ελλείψεων σε υποδομές, εξοπλισμό και υγειονομικό υλικό, οι δημόσιες μονάδες υγείας αδυνατούν να ανταποκριθούν όχι μόνο στις αυξημένες ανάγκες της πανδημίας αλλά και στις βασικές ανάγκες περίθαλψης.
Οι ελλείψεις γιατρών ΕΣΥ, η αύξηση της εντατικοποίησης της δουλειάς, η επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και οι μετακινήσεις προσωπικού είναι αποτέλεσμα της πολιτικής υποχρηματοδότησης της υγείας που εφαρμόζουν διαχρονικά οι κυβερνήσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο κρατικός προϋπολογισμός για τα νοσοκομεία ήταν κατά 131 εκ. ευρώ μειωμένος και οι μόνιμοι εργαζόμενοι στις δημόσιες δομές υγείας κατά 1.898 λιγότεροι το πρώτο εξάμηνο του 2020 (σε σχέση με το αντίστοιχο περσυνό). Το κράτος περιορίζεται σταδιακά στην κάλυψη στοιχειωδών μόνο αναγκών και τα νοσοκομεία μετατρέπονται προοδευτικά σε αυτοτελείς επιχειρηματικές μονάδες, που καλύπτουν ολοένα μεγαλύτερο μέρος από τα έξοδα λειτουργίας τους -συμπεριλαμβανομένης της μισθοδοσίας του φθηνού ευέλικτου προσωπικού τους- από τα έσοδα που έχουν από τις άμεσες ή έμμεσες πληρωμές των ασθενών.
Την πολιτική αυτή υπηρετούν όλα τα αστικά κόμματα και οι δυνάμεις που τα στηρίζουν, γι΄ αυτό καλλιεργούν τη λογική των μειωμένων απαιτήσεων, της ηττοπάθειας και της αδράνειας, ώστε ανενόχλητα -χωρίς αντιδράσεις- να εφαρμόζεται η κοινή -παρά κάποιες επιμέρους διαφορές τους- στρατηγική που απαξιώνει το δημόσιο σύστημα υγείας, ανοίγοντας το δρόμο για την επέκταση των συμπράξεών του με τον ιδιωτικό τομέα.
Ως ΔΗΠΑΚ καλούμε όλους τους γιατρούς να αγωνιστούμε συλλογικά -από κοινού με τους άλλους εργαζόμενους- για ένα αποκλειστικά δημόσιο δωρεάν σύστημα υγείας στο επίπεδο των εξελίξεων της επιστήμης που θα καλύπτει καθολικά τις ανάγκες. Διεκδικούμε:
- Άμεση προκήρυξη της κενής μόνιμης θέσης ουρολόγου στο Βενιζέλειο και ολοκλήρωση της πρόσληψης με ταχύτατες διαδικασίες
- Αναμόρφωση των οργανισμών των νοσοκομείων, ώστε να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες, ξεκινώντας από την επαναφορά των οργανικών θέσεων που καταργήθηκαν το 2012 και λαμβάνοντας υπόψιν τις κενές θέσεις ειδικευομένων.
- Στελέχωση όλων των δημόσιων δομών υγείας με το απαραίτητο μόνιμο προσωπικό
- Μονιμοποίηση των επικουρικών γιατρών και όλων των εργαζομένων με ελαστικές σχέσεις εργασίας
- Σταθερός ημερήσιος χρόνος εργασίας (5ήμερο-6ωρο), με μία ενεργή εφημερία τη βδομάδα, ρεπό την επόμενη μέρα και επαρκή χρόνο ανάπαυσης κατά τη διάρκεια της εφημερίας.